Τα εργοστάσια καύσης στην Ευρώπη δημιουργήθηκαν πριν από περίπου 30 χρόνια. Σήμερα, οι ευρωπαϊκές τάσεις κινούνται σταδιακά προς τη μείωση της χρήσης μονάδων καύσης, οι οποίες πλέον δεν είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση.
Σχέδια για 6 μονάδες καύσης απορριμμάτων
Όλα τα είχαμε, τα εργοστάσια καύσης απορριμμάτων μας έλειπαν… Και όμως, υπάρχουν διαρροές από το υπουργείο Περιβάλλοντος που αναφέρουν πως ήδη ετοιμάζονται.
Αν και η μελέτη σκοπιμότητας δεν έχει κυκλοφορήσει επίσημα, ανεπίσημα έχει διαρρεύσει ότι προβλέπεται η δημιουργία έξι μικρών μονάδων καύσης απορριμμάτων σε όλη τη χώρα (Ροδόπη, Κοζάνη, κέντρο Πελοποννήσου
– Αρκαδία, Ηλεία ή Αχαΐα, Βοιωτία, Αττική και Ηράκλειο Κρήτης). Η διαχείριση των μονάδων αυτών θα ανατεθεί σε ιδιώτες, οι οποίοι θα δεσμεύσουν τους δήμους με μακροχρόνιες συμβάσεις, διάρκειας έως και 30 ετών.
Ποιος όμως θα πληρώσει το τίμημα; Οι δημότες, φυσικά, που θα κληθούν να επωμιστούν υπέρογκα δημοτικά τέλη, καθώς το κόστος διαχείρισης ενός τόνου απορριμμάτων στην Αττική, από περίπου 55 ευρώ που είναι σήμερα, ενδέχεται να εκτοξευτεί στα 200 με 250 ευρώ. Τέσσερις φορές επάνω για μονάδες που δεν χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκά κονδύλια και βασίζονται σε τεχνολογίες που άρχισαν να εφαρμόζονται στην Ευρώπη πριν από 30 χρόνια. Και στον τομέα της διαχείρισης των απορριμμάτων η χώρα μας αποτελεί παράδειγμα χαμένων ευκαιριών.
Ο υπεύθυνος Προγραμμάτων Πρόληψης Αποβλήτων στο WWF, Αχιλλέας Πληθαράς, μιλώντας στην One Voice μας ξεκαθαρίζει ότι στην Ελλάδα «έχουμε διαπράξει ένα πολύ σοβαρό λάθος: δεν έχουμε εργαστεί στον τομέα όπου πραγματικά έπρεπε, δηλαδή προς την κατεύθυνση που επιβάλλουν οι σύγχρονες εξελίξεις στο πλαίσιο της κυκλικής οικονομίας. Δεν έχουμε επικεντρωθεί στην πρόληψη, στην παραγωγή λιγότερων αποβλήτων, στην επαναχρησιμοποίηση και στην ουσιαστική ανακύκλωση. Αντιθέτως, τώρα εμφανίζεται ξαφνικά μια νέα στρατηγική που προωθεί τη δημιουργία μονάδων καύσης απορριμμάτων – μια επιλογή με πλήθος προβληματικών παραμέτρων».
Ο ίδιος επίσης υποστηρίζει πως ένα από τα βασικά προβλήματα των μονάδων καύσεως είναι και το οικονομικό:
«Η καύση είναι μια εξαιρετικά δαπανηρή τεχνολογία και ένας πολύ ακριβός τρόπος διαχείρισης απορριμμάτων. Οι μονάδες αυτού του τύπου κοστίζουν “χρυσάφι”, όπως αποδεικνύουν παραδείγματα από την Ευρώπη. Στη Ρώμη σχεδιάζεται η κατασκευή μιας μεγάλης μονάδας (σε αντίθεση με τις μικρότερες που προγραμματίζει η Ελλάδα), για την οποία έχει προσδιοριστεί κόστος διαχείρισης 180 ευρώ ανά τόνο για διάστημα 34 ετών – και αυτό χωρίς να έχει ενσωματωθεί ακόμη το κόστος από το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών της Ε.Ε. (EU ETS). Επομένως, όσες μονάδες λειτουργήσουν στην Ελλάδα από το 2030 και μετά θα συνοδεύονται από εγγυημένα συμβόλαια διάρκειας τουλάχιστον 30 ετών με αυστηρές ρήτρες που οι δήμαρχοι δεν θα μπορούν να παρακάμψουν. Επιπλέον, αυτές οι μονάδες δεν επιδοτούνται από ευρωπαϊκά κονδύλια, πράγμα που σημαίνει ότι οι εταιρείες θα κάνουν ό,τι χρειαστεί για να διασφαλίσουν τη μέγιστη κερδοφορία τους. Αυτό συνεπάγεται υψηλότατα κόστη για τους δήμους – και άρα για τους δημότες. Είναι χαρακτηριστικό ότι έχουμε υπολογίσει πως το κόστος ανά τόνο απορριμμάτων που θα εισέρχεται σε αυτές τις μονάδες δεν θα είναι κάτω από 200-250 ευρώ, και πιθανότατα θα είναι ακόμη υψηλότερο».
Ο κ. Πληθαράς υποστηρίζει επίσης ότι η καύση απορριμμάτων υπονομεύει την ανακύκλωση και τη βιώσιμη διαχείριση αποβλήτων. «Ένα δεύτερο και ακόμα πιο σημαντικό σκέλος είναι αυτό που μας έχει διδάξει η εμπειρία από άλλες χώρες: ότι η καύση ουσιαστικά “καίει” την ανακύκλωση. Όταν δημιουργείς μονάδες καύσης, ουσιαστικά στήνεις ολόκληρο το πλαίσιο για να στέλνεις ολοένα και μεγαλύτερες ποσότητες κακής ποιότητας ανακυκλώσιμου υλικού προς καύση, αντί να εργαστείς για σωστή ανακύκλωση».
Στη μελέτη αναφέρεται ότι οι μονάδες θα δέχονται τις εγγυημένες ποσότητες απορριμμάτων, ενώ για οποιαδήποτε υπερβάλλουσα ποσότητα θα καταβάλλεται μικρότερο ποσό. «Αφού θα πληρώνεις τόσο υψηλό τίμημα για την εγγυημένη ποσότητα, φέρε μου και τα επιπλέον με καλύτερη τιμή, 10 ευρώ ο τόνος». Μια τέτοια πολιτική, σύμφωνα με τον κ. Πληθαρά, οδηγεί στη διάλυση της ανακύκλωσης.
Επιπλέον, ο υπεύθυνος Προγραμμάτων Πρόληψης Αποβλήτων στο WWF θέτει δύο βασικά ερωτήματα σχετικά με τις υποχρεώσεις της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση για την ανακύκλωση, αλλά και τις νέες πολιτικές για τις συσκευασίες: Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Δεν έχουμε δημιουργήσει μια σωστή βάση για να λειτουργήσει αποτελεσματικά η διαχείριση των απορριμμάτων και συνεχώς προσθέτουμε επιπλέον “ορόφους” σε σχέδια που είναι ζήτημα χρόνου να καταρρεύσουν. Το λέω αυτό γιατί έχουμε δεσμευθεί ότι μέχρι το 2035 θα ανακυκλώνουμε το 67% των απορριμμάτων μας, ενώ σήμερα βρισκόμαστε μόλις στο 15-18%. Πώς θα το πετύχουμε αυτό με τις μονάδες καύσης; Υπάρχει επίσης ο νέος κανονισμός για τις συσκευασίες και τα απορρίμματα συσκευασίας, που θα ισχύσει από τον Φεβρουάριο του 2025 και επιβάλλει την καύση αντί της ταφής των ανακυκλώσιμων υλικών συσκευασίας. Πώς, λοιπόν, θα επενδύσουμε σε έξι μονάδες καύσης;».
Τα εργοστάσια καύσης στην Ευρώπη δημιουργήθηκαν πριν από περίπου 30 χρόνια. Σήμερα, οι ευρωπαϊκές τάσεις κινούνται σταδιακά προς τη μείωση της χρήσης μονάδων καύσης, οι οποίες πλέον δεν είναι επιλέξιμες για χρηματοδότηση.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για το θέμα αυτό δίνει ο κ. Πληθαράς: «Το 2010, στο Μιλάνο, υπήρχε σχεδιασμός για τη δημιουργία μιας μεγάλης μονάδας καύσης απορριμμάτων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των σκουπιδιών. Ωστόσο, ο δήμαρχος και ορισμένοι φορείς πρότειναν, αντί για την καύση, να δοθεί έμφαση στη χωριστή διαλογή των οργανικών αποβλήτων. Σήμερα, το 2024, το Μιλάνο καταφέρνει να ανακτά το 87% των οργανικών απορριμμάτων της κουζίνας του. Έτσι, η μονάδα καύσης δεν κατασκευάστηκε ποτέ. Το ζήτημα είναι πού επιλέγεις να δώσεις έμφαση και προτεραιότητα».
Πηγή: Καθημερινή One Voice